ΑΡΜΕΝΙΖΕΙΝ
Τα σχοινιά που με δέσαν
τα 'φκιασα ξάρτια για τη σκούνα μου
κι αρμενίζω σ’ απαγορευμένα πέλαγα
γινάτι για τους δεσμωτήδες μου.
Αέρηδες οι βρισιές τους
φουσκώνουν τα πανιά μου
και τα πανιά μου
το σάβανο που μ' είχαν τυλιγμένο...
10 Μαΐου 1967
Τα σχοινιά που με δέσαν
τα 'φκιασα ξάρτια για τη σκούνα μου
κι αρμενίζω σ’ απαγορευμένα πέλαγα
γινάτι για τους δεσμωτήδες μου.
Αέρηδες οι βρισιές τους
φουσκώνουν τα πανιά μου
και τα πανιά μου
το σάβανο που μ' είχαν τυλιγμένο...
10 Μαΐου 1967
ΖΗΛEΙΑ
Η χαρά σου
δε μ’ αφήνει να κοιμίσω την οδύνη μου
Κι ως απλώνω το χέρι
να μελαγχολήσω το πανηγύρι σου,
ζωγραφίζω την αδυναμία μου.
Δώσ’ μου λίγη απ’ τη χαρά σου
ή πάρε λίγη απ’ την οδύνη μου
ΘΑ’ΤΑΝ ΚΑΛΗ
Στην ερημιά
χωρίς φιλιά
κι απαντοχή
καμιά, καμιά
καμιά μιλιά
ψιλοβροχή
σκέψη δειλή
σιγομιλεί
τούτη την ώρα
στην καλαμιά
στην ερημιά
θάταν καλή
ζεστό φιλί
και κάποια μπόρα
“Συ ει ο ερχόμενος ή άλλον προσδοκώμεν”
Σε ζήταγα στων ωκεανών τα βάθη
άγριο Ποσειδώνα
και σ' ηύρα στην ακρογιαλιά
βοτσαλάκι παιχνίδι μου…
ΓΕΝNΗΘEIΤΩ
Ένας δυνατός σπασμός δονεί το στερέωμα
Άνοιξεν η φοβερή η πύλη της ζωής
Οι τορνευτές κολώνες σείονται επικίνδυνα
Μια κραυγή
Και η ζωή εξήλθε στο φως
Και ντύθηκε το σκοτάδι .